Του Τάσου Συμεωνίδη
Στα τέλη του 2011, η οικογένειά μου και εγώ αφήσαμε την Ελλάδα και μετακομίσαμε στο Seattle, στην πολιτεία Washington των ΗΠΑ, μία από τις πιο “hip” πόλεις της χώρας.
Οι αμφιβολίες μου και οι ανησυχητικές σκέψεις μου σχετικά με την πορεία της Ελλάδας, ξεκίνησαν αρκετά νωρίς, και συγκεκριμένα κατά την περίοδο προετοιμασίας των «μαγικών» Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας. Παρακολούθησα το όργιο διαφθοράς και την εξωφρενική σπατάλη, που περιέβαλλαν το «στρατηγικό στόχο» του στήσιμου των «καλύτερων Ολυμπιακών αγώνων στην ιστορία». Όλα αυτά με έπεισαν πως η Ελλάδα ήταν σε μια σταθερή πορεία προς μοιραία προβλήματα.
Δεν ανήκω στο τυπικό δημογραφικό δείγμα στο οποίο εστιάζει η New Diaspora (είμαι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο των Ελλήνων νέων μεταναστών που φεύγουν από την Ελλάδα κάτω από την πίεση της σύγχρονης κατάρρευσης) αλλά το κίνητρό μου για να φύγω δεν ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό των νεότερων: απόγνωση για το ελληνικό αδιέξοδο, μηδαμινές ευκαιρίες, κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού, δημευτική φορολογία και στη δική μας περίπτωση καμία ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος για τις δύο μικρές μας κόρες.
Και εγώ αλλά και η σύζυγός μου έχουμε ζήσει στο εξωτερικό. Οι δυο μας περάσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας σε μέρη όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία, σπουδάζοντας, δουλεύοντας και απορροφώντας τη δυναμική από αυτές τις ξένες κουλτούρες που είναι κάπως πιο οργανωμένη και λειτουργική από αυτή της «δυνατής» μας Ελλάδας. Και οι δύο, πάντα νιώθαμε διχασμένοι ανάμεσα στη βαθιά ριζωμένη «Ελληνικότητά» μας και στην αγάπη μας για μια Ελλάδα που υπήρχε μόνο στη φαντασία μας και στις ιστορίες των χαμένων μας συγγενών και στην εξορθολογισμένη καθημερινή ζωή και τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι ξένες «αναπτυγμένες» χώρες.
Τώρα, αφήστε με να γίνω «εικονοκλάστης» και να πω πως το να αφήσουμε την Ελλάδα ήταν πολύ πιο εύκολο από όσο φανταζόμουν.
Το 2011, είχα περάσει εικοσιπέντε χρόνια συνεχόμενης διαμονής στην Ελλάδα και πήγαινα να τρελαθώ. Αυτό που με ταλαιπωρούσε καθημερινά ήταν η αυξανόμενη αναρχία που μας περικύκλωνε και μια δυνατή αίσθηση πως, άσχετα με το τι κάναμε και το τι προσπαθούσαμε, χάναμε πολύτιμο χρόνο και κάναμε κακό στην υγεία μας προσπαθώντας να «ενσωματωθούμε» σε ένα περιβάλλον καθημερινής επιδείνωσης με κάθε έννοια της λέξης.
Συχνά αναρωτιόμασταν αν οδηγούμασταν προς την τρέλα και την αντικοινωνικότητα αλλά συζητήσεις με φίλους και συναδέλφους, που σκεφτόντουσαν σαν εμάς, έφεραν στο φως αρκετό πόνο και ταλαιπωρίες για αυτούς που αγωνίζονταν για βασικές υπηρεσίες, βασικές ευθύνες και βασική ευγένεια στην καθημερινή ζωή για να πολεμήσουν ενάντια στις βαρβαρότητες της ρουτίνας που αντιμετωπίζεις όταν έρχεσαι σε επαφή με την Ελληνική πραγματικότητα καθημερινά.
Είμαι από τους πρώιμους bloggers (ένας από τους πρώτους από το 1998) και μέσω εντατικού blogging μέχρι περίπου το 2009 κατάφερα να αποκομίσω πολύτιμες πληροφορίες ακούγοντας τις απόψεις των Ελλήνων της Διασποράς από όλα τα μέρη του κόσμου. Οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες προέρχονται, αναπόφευκτα, από αυτούς που προσπάθησαν να επιστρέψουν και να ζήσουν στην Ελλάδα και κατέληξαν να ξαναφύγουν πανικοβλημένοι πίσω στις παλιές χώρες κατοικίας τους ύστερα από μερικά χρόνια που πάλεψαν με τη σύγχρονη Ελλάδα (συνήθως με μεγάλο υλικό κόστος και ψυχική φθορά).
Τώρα, στο Σιάτλ, έχουμε βρει την ηρεμία μας. Είναι ένα υπέροχο μέρος, κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο μέρος των ΗΠΑ. Το κλίμα είναι εύκρατο (μου θυμίζει αρκετά το κλίμα της Ελλάδας στη δεκαετία του ’60), τα τοπία είναι μαγευτικά, ο αέρας είναι καθαρός, και πάνω απ’ όλα η ηχορρύπανση είναι σχεδόν μηδαμινή. Αυτός ο συνδυασμός ήταν ότι έπρεπε μετά από εικοσιπέντε χρόνια στη φλογερή πρωτεύουσά μας και ύστερα από μερικά από τα πιο βασανιστικά καλοκαίρια της ζωής μου.
Το Σιάτλ είναι μια πόλη χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, εκτός από τις ώρες αιχμής, με αποτελεσματικά και ακριβή μέσα μαζικής μεταφοράς, φανταστικές εγκαταστάσεις και καλό φαγητό (συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, και του Ελληνικού). Τα μειονεκτήματα είναι πως, το μέρος είναι ακριβό με τα αμερικάνικα standards, είναι δύσκολο να βρεις καλή κατοικία και οι ευκαιρίες εργασίας έξω από τον τομέα της τεχνολογίας δεν είναι πολλές.
Αλλά, δεν παραπονιόμαστε. Θαυμάζουμε καθημερινά το πόσο ήσυχη είναι η γειτονιά μας και το πως μπορούμε να πάμε για ύπνο και να κοιμηθούμε ανενόχλητοι όποτε θελήσουμε.
Νοσταλγία για την Ελλάδα; Ναι… αλλά συνδεδεμένη μόνο με λίγα μέρη και ακόμα λιγότερους ανθρώπους. Ικανοποίηση από την απόφασή μας να μεταναστεύσουμε; Απόλυτη και μόνιμη. Το συμπέρασμα; Ευχαριστούμε τον Δημιουργό μας που μας έδωσε αυτή την ευκαιρία για μία έξοδο. Δυσκολίες; Πολλές. Αλλά, θα τα καταφέρουμε. Οι όποιες αμφιβολίες εξαφανίζονται τη στιγμή που θα θυμηθούμε τι συνέβαινε καθημερινά στις ζωές μας στην Αθήνα.
_____________
http://www.newdiaspora.com/el/open-letter-from-seattle/